-
1 букинистический
букинистический: \букинистический мага зин το παλαιοβιβλιοπωλείο* * *букинисти́ческий магази́н — το παλαιοβιβλιοπωλείο
-
2 букинистический
επ.παλαιοβιβλιοπωλειακός•букинистический магазин παλαιοβιβλιοπωλείο.
εκφρ.- ая книга – παλιό, σπάνιο, δυσεύρητο βιβλίο (πού μπορεί νά βρεθεί μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλείο). -
3 магазин
1. маш. η χοάνη 2. (изм.) το κιβώτιο 3. (станков, оружия) о γεμιστήρας 4. (торговая точка) το μαγαζί, το κατάστημαовощной - το οπωρο-πωλείο, το μανάβικοпродуктовый - το κατάστημα τροφίμων, το παντοπωλείοрыбный - το ιχθυοπωλείο, το ψαράδικοхлебный - το αρτοπωλείο, ο φούρνοςювелирный - το χρυσοχοείο, το κοσμηματοπωλείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > магазин
-
4 букинистический
букинист||ическийприл παλαιοβιβλιοπωλικός:\букинистическийи́ческий магазин τό παλαιοβιβλιοπωλείο.
См. также в других словарях:
παλαιοβιβλιοπωλείο — το [παλαιοβιβλιοπώλης] εμπορικό κατάστημα πώλησης παλιών, ιδίως μεταχειρισμένων βιβλίων … Dictionary of Greek
παλαιοβιβλιοπωλείο — το κατάστημα που πουλά παλιά βιβλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)